κοῦρε

κοῦρε
κόρος 2
boy
masc voc sg (epic ionic)
κοῦρος
boy
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κουρέ — Πόλη (203.147 κάτ. το 2000) της Ιαπωνίας. Βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα ΝΑ της Xιροσίμα, στην ακτή της Εσωτερικής Θάλασσας (Σέτο Nαϊκάι) του νησιού Χονσού. Η πολεοδομική της ανάπτυξη άρχισε το 1902 σε άμεση συνάρτηση με τη στρατιωτική της αξιοποίηση …   Dictionary of Greek

  • Parménides de Elea — Saltar a navegación, búsqueda Parménides (Παρμενίδης) Filosofía occidental Filosofía presocrática …   Wikipedia Español

  • κοῦρ' — κοῦραι , κόρη girl fem nom/voc pl (epic ionic) κοῦρε , κόρος 2 boy masc voc sg (epic ionic) κοῦρε , κοῦρος boy masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταυρών — και Ταυρειών και Ταυρεών, ῶνος, ὁ, Α ονομασία μήνα στην Αλεξάνδρεια, στη Μίλητο και στην Κύζικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος / ταύρε(ι)ος + επίθημα ών που απαντά σε ονομασίες μηνών (πρβλ. Κουρε ών, Ληναι ών)] …   Dictionary of Greek

  • ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”